ζωοφόρου

ζωοφόρου
ζωόφορος
life-giving
masc/fem/neut gen sg
ζωοφόρος
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζῳοφόρου — ζῳοφόρος life giving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλγιν, Τόμας — (Thomas Bruce Elgin, Σκοτία 1766 – Παρίσι 1841). Βρετανός διπλωμάτης. Πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να μεταφέρει από την Αθήνα το 1803 και το 1812 πολυάριθμα γλυπτά, που τα αφαίρεσε από τον Παρθενώνα, από τον ναό της Απτέρου Νίκης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”